- πρωθιεράρχης
- ο, Νεκκλ. ο πρώτος μεταξύ τών ιεραρχών, προκαθήμενος, πριμάτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + ιεράρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωθιεράρχης — ο ο πρώτος ανάμεσα στους ιεράρχες, αλλ. πρώτος, πριμάτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωθιεραρχία — η, Ν [πρωθιεράρχης] το αξίωμα, το υπούργημα τού προωθιεράρχη … Dictionary of Greek